- υδατοειδής
- -ές / ὑδατοειδής, -ές, ΝΜΑ1. όμοιος με νερό, υδατώδης2. φρ. «υδατοειδές υγρό»ανατ. το υδαρές αλκαλικό υγρό που καταλαμβάνει τον πρόσθιο και τον οπίσθιο θάλαμο τού ματιού, εμπρός και πίσω από την ίριδα και μπρος από τον κρυσταλλοειδή φακό και το ακτινωτό σώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ὕδατος + -είδης*. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. humeur aqueuse].
Dictionary of Greek. 2013.